- συλληφθείς
- συλλαμβάνωcollectaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ятый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = прич. (греч. συλληφθείς) взятый, пойманный, схваченный (2 Макк … Словарь церковнославянского языка
ληπτός — ληπτός, ή, όν (AM) αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, αντιληπτός («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, αισθητός 2. αυτός που μπορεί κανείς να τόν αποδεχθεί, αποδεκτός 3 … Dictionary of Greek
σιδηροδεσμώτης — ὁ, ΜΑ σιδηροδέσμιος («συλληφθεὶς σιδηροδεσμώτης ὡς βασιλέα ἤχθη», Σωζόμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δεσμώτης] … Dictionary of Greek